- θαυματοποιῷ
- θαυματοποιόςwonder-workingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυματοποιώ — (AM θαυματοποιῶ, έω) [θαυματοποιός] 1. κάνω θαύματα 2. κάνω θαυμαστά έργα ως θαυματοποιός, κάνω ταχυδακτυλουργίες … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
θαυματοποίησις — θαυματοποίησις, ἡ (Μ) [θαυματοποιώ)] η θαυματοποιία … Dictionary of Greek